- υλοζωϊκός
- η , ό[ν] филос, гилозоический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υλοζωικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλοζωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Περ. Γρηγοριάδη] … Dictionary of Greek
υλοζωικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοζωία (βλ. λ.): Υλοζωική διδασκαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)